βροντόλαλος

βροντόλαλος
η , ο
1) звонкий, громкий;

βροντόλαλη καμπάνα — звонкий колокол;

2) громогласный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βροντόλαλος" в других словарях:

  • βροντόλαλος — η, ο με βροντερή λαλιά («βροντόλαλη καμπάνα», «αφέντη μου, βροντόλαλε») …   Dictionary of Greek

  • βροντόλαλος — η, ο αυτός που παράγει βροντερό ήχο: Ήχησε η βροντόλαλη καμπάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντόφωνος — η, ο αυτός που έχει βροντερή φωνή, βροντόλαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»